- κλαουζίλια
- και κλαυσιλία, ηγένος γαστερόποδων πνευμονοφόρων μαλακίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. clausilia < claus-il- (ανώμαλος σχηματισμός < λατ. clausus «κλειστός») + κατάλ. -ia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.